- αεροτροπία
- ηο αεροτροπισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροτροπία ή αεροτροπισμός — Φαινόμενο που αποτελεί μερική περίπτωση χημειοτροπισμού. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ιδιότητα που παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα όταν βρίσκονται σε ανάπτυξη. Αυτά εκτρέπονται από τη διεύθυνση της αύξησής τους, όταν εκτεθούν στην επίδραση του… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek